ποτιπτύσσω

ποτιπτύσσω
Α
(επικ. τ.) προσπτύσσω*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + πτύσσω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ποτιπτυσσοίμεθα — ποτιπτύσσω pres opt mp 1st pl προσπτύσσω embrace pres opt mp 1st pl (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτιπτύξωσι — ποτιπτύσσω aor subj act 3rd pl προσπτύσσω embrace aor subj act 3rd pl (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτιπτύσσειν — ποτιπτύσσω pres inf act (attic epic) προσπτύσσω embrace pres inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτιπτύσσεσθαι — ποτιπτύσσω pres inf mp προσπτύσσω embrace pres inf mp (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπτύσσω — ΜΑ, και επικ. τ. ποτιπτύσσω και επικ. μέσ. τ. προτιπτύσσομαι Α (το μέσ.) προσπτύσσομαι (σχετικά με πρόσ.) εναγκαλίζομαι, αγκαλιάζω αρχ. 1. μέσ. α) (για ένδυμα) προσαρμόζομαι σφιχτά, εφαρμόζω β) πιέζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο γ) ζαρώνω κοντά σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”